Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Αχρίδα — (Ohrid).Πόλη (41.146 κάτ. το 1994) στη βορειοανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η λίμνη της Ά. ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος στη χώρα και το υπόλοιπο στην Αλβανία. Είναι η δεύτερη σε μέγεθος… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
πατριάρχης — Ο αρχηγός της πατριάς, όνομα που στην Παλαιά Διαθήκη αποδίδεται στους απώτερους προπάτορες των Εβραίων. Οι π. εκείνοι διακρίνονται σε προκατακλυσμιαίους (από τον Αδάμ έως το Νώε, δέκα συνολικά) και σε μετακατακλυσμιαίους (από τον Σημ, γιο του Νώε … Dictionary of Greek
Τίρνοβο — Πόλη της Βουλγαρίας, πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας, χτισμένη στις όχθες του παραπόταμου του Δούναβη Ιάντρα (28.500 κάτ.). Απέναντι από την πόλη υψώνεται ένας δασώδης λόφος. Στο Τ. υπάρχει ναός του Aγίου Δημητρίου. Σε αυτόν έστεψαν τους πρώτους… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Δαμιανός — I (2ος αι. μ.Χ.). Σοφιστής από την Έφεσο. Συνέβαλε πολύ στον εξωραϊσμό της πόλης και δίδαξε δωρεάν στους φτωχούς. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Άγιος της Κυπριακής Εκκλησίας, όπως και ο διάδοχός του… … Dictionary of Greek
Βόρις ή Μπόρις — Όνομα Βουλγάρων ηγεμόνων. 1. Β. Α’ (; – 907). Τσάρος των Βουλγάρων (852 889). Αρχικά προσπάθησε να επεκτείνει το κράτος του σε βάρος της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Κροατίας, δίχως όμως επιτυχία. Υπήρξε διορατικός και δραστήριος ηγεμόνας,… … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek