Βουλγαρίας, Πατριαρχείο

Βουλγαρίας, Πατριαρχείο
Η Εκκλησία της Βουλγαρίας ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1945 με την έκδοση σχετικού συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ το 1953 με νεότερο συνοδικό τόμο ανυψώθηκε σε πατριαρχείο. Στη δικαιοδοσία του υπάγονται 3.250 ενοριακοί ναοί (και 600 παρεκκλήσια), στους οποίους υπηρετούν 1.220 κληρικοί. Στην περιφέρειά του λειτουργούν επίσης 134 μοναστήρια, όπου μονάζουν 200 μοναχοί και μοναχές. Η ιεραρχία απαρτίζεται από τον μητροπολίτη Σόφιας και πατριάρχη πάσης Βουλγαρίας, 15 μητροπολίτες και 13 επισκόπους. Η διοίκηση ασκείται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (επαρχιούχοι ιεράρχες) και τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, η οποία απαρτίζεται από τέσσερις μητροπολίτες, οι οποίοι εκλέγονται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας για περίοδο 4 ετών. Πρόεδρος και των δύο οργάνων είναι ο πατριάρχης. Τις διαχειριστικές και τις οικονομικές υποθέσεις του Π.Β. χειρίζεται το ανώτατο εκκλησιαστικό συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από δύο κληρικούς και δύο λαϊκούς, προεδρεύεται δε από συνοδικό μητροπολίτη. Τέλος, λειτουργούν τέσσερις θεολογικές σχολές (Σόφιας, Βέλικο Τίρνοβο, Σιούμεν και Μπλαγκόεβγραντ), δύο εκκλησιαστικές σχολές (Σόφια), Ινστιτούτο και Εκκλησιαστικό Ιστορικό-Αρχαιολογικό Μουσείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Αχρίδα — (Ohrid).Πόλη (41.146 κάτ. το 1994) στη βορειοανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η λίμνη της Ά. ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος στη χώρα και το υπόλοιπο στην Αλβανία. Είναι η δεύτερη σε μέγεθος… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • πατριάρχης — Ο αρχηγός της πατριάς, όνομα που στην Παλαιά Διαθήκη αποδίδεται στους απώτερους προπάτορες των Εβραίων. Οι π. εκείνοι διακρίνονται σε προκατακλυσμιαίους (από τον Αδάμ έως το Νώε, δέκα συνολικά) και σε μετακατακλυσμιαίους (από τον Σημ, γιο του Νώε …   Dictionary of Greek

  • Τίρνοβο — Πόλη της Βουλγαρίας, πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας, χτισμένη στις όχθες του παραπόταμου του Δούναβη Ιάντρα (28.500 κάτ.). Απέναντι από την πόλη υψώνεται ένας δασώδης λόφος. Στο Τ. υπάρχει ναός του Aγίου Δημητρίου. Σε αυτόν έστεψαν τους πρώτους… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • Δαμιανός — I (2ος αι. μ.Χ.). Σοφιστής από την Έφεσο. Συνέβαλε πολύ στον εξωραϊσμό της πόλης και δίδαξε δωρεάν στους φτωχούς. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Άγιος της Κυπριακής Εκκλησίας, όπως και ο διάδοχός του… …   Dictionary of Greek

  • Βόρις ή Μπόρις — Όνομα Βουλγάρων ηγεμόνων. 1. Β. Α’ (; – 907). Τσάρος των Βουλγάρων (852 889). Αρχικά προσπάθησε να επεκτείνει το κράτος του σε βάρος της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Κροατίας, δίχως όμως επιτυχία. Υπήρξε διορατικός και δραστήριος ηγεμόνας,… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”